- σαφώνιον
- τὸ, ΜΑβλ. σαπώνιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαπώνιο — το / σαπώνιον, ΝΑ, και σαφώνιον ΜΑ [σάπων] νεοελλ. μικρό επίμηκες τεμάχιο σαπουνιού που χρησιμοποιούσαν ως υπόθετο αρχ. υποκορ. μικρό σαπούνι … Dictionary of Greek